- κακόζηλος
- -η, -ο (Α κακόζηλος, -ον)1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόζηλονη κακοζηλία.επίρρ...κακοζήλως (Α κακοζήλως)με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αξιό-ζηλος, μεγαλό-ζηλος].
Dictionary of Greek. 2013.